Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ Χρήστο Νικολόπουλο
Οι φωτογραφίες και οι πίνακες του Δημήτρη Γέρου ζουν στη φαντασία του θεατή πολύ καιρό μετά την πρώτη φορά που τους βλέπει. Ο εικαστικός και φωτογράφος μιλάει για τους μύθους της ζωής του, για τις δυνάμεις που προσδιορίζουν τη δημιουργικότητα και για τη φιλία του με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.
Φωτογραφικό έργο από την ενότητα «For a definition of the Nude». Οι γυμνές συνθέσεις του Δημήτρη Γέρου έχουν και κάτι από νεκρή φύση.
Η σειρά φωτογραφιών «Dimitris Yeros photographing Gabriel García Márquez» κάνει τον γύρο του κόσμου. Τι έχετε κρατήσει εσείς από τη σχέση σας με τον Μάρκες και από την εμπειρία να τον φωτογραφίζετε; «Μου επιβεβαίωσε αυτό που πάντα ήξερα: τη σοβαρότητα, τη συνέπεια και το ήθος που πρέπει να έχουν ο καλλιτέχνης και ο πνευματικός άνθρωπος όταν εργάζονται. Πιστεύω πως ήταν μια φιλία κεραυνοβόλα, μέχρι που εμφανίστηκε το Αλτσχάιμερ και όλα άλλαξαν. Συχνά τον νοσταλγώ και θλίβομαι που έφυγε. Το βιβλίο που έκανα και οι εκθέσεις των φωτογραφιών είχαν εγκωμιαστικές κριτικές, αλλά η έκδοση δεν έγινε τελικά όπως την είχα σκεφτεί. Δεν πρόλαβα να κάνω και να προσθέσω περισσότερες φωτογραφίες. Οι ώρες των φωτογραφίσεων ήταν απολαυστικές και για τους δυο μας, κυρίως για εκείνον που το διασκέδαζε για τα καλά. Η δική μου ικανοποίηση ερχόταν αργότερα, όταν έβλεπα τα αποτελέσματα, γιατί κατά τη διάρκεια των λήψεων κοπίαζα και αγχωνόμουν, προσπαθώντας αφενός να μην τον κουράζω, αφετέρου να επιτύχω φωτογραφίες περισσότερο καλλιτεχνικές. Ενα μεσημέρι, με αφόρητη ζέστη, με ρώτησε με απορία: "Μα δεν κουράζεσαι ποτέ;". Κουράζομαι, αλλά πάνω στη δουλειά δεν το καταλαβαίνω. Αισθάνομαι την κούραση μόνο όταν τελειώσω. Ο Μάρκες ήταν, για προφανείς λόγους, απρόσιτος. Αλλά για τους ανθρώπους του κύκλου του ήταν πολύ καλός, προσηνής και με πολύ χιούμορ».
Αν σας ρωτούσε κάποιος γιατί ασχοληθήκατε με την τέχνη, τι θα του απαντούσατε; «Γιατί μου αρέσει να δημιουργώ εικόνες ενός κόσμου, συνήθως εξιδανικευμένου, που, αν και οικείος, δεν είναι και τόσο αληθινός. Είναι ένας κόσμος που δεν πρόκειται ποτέ να γνωρίσουμε, μέσα στον οποίο συχνά θα ήθελα να ζω. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω γιατί ασχολήθηκα με την τέχνη. Κι αν κάποτε το ήξερα, έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε, που πια δεν το θυμάμαι. Πάντως, δεν το επεδίωξα, δεν έγινε αναγκαστικά, δεν έγινε σκοπίμως, δεν παρασύρθηκα. Νομίζω πως γεννήθηκα με την τέχνη στο DNA μου. Ηταν πάντα μέσα στο μυαλό μου. Από παιδάκι, αγαπούσα τη φύση και τα ζώα και δεν άντεχα τους περισσότερους από τους ανθρώπους. Κι όσο περνάει ο καιρός, νομίζω πως απ' αυτή την άποψη χειροτερεύω. Σε αντίθεση με εμένα, υπάρχουν κάποιοι που λένε: "Κάνω τέχνη γιατί θέλω να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους". Αυτοί ή λένε ψέματα ή δεν ξέρουν γιατί κάνουν τέχνη, είναι εντελώς ανυποψίαστοι. Οι καλύτεροι από αυτούς το πολύ πολύ να κάνουν ένα είδος σοσιαλιστικού ρεαλισμού που δεν έχει καμία σχέση με την τέχνη».
Σας έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «μετα-υπερρεαλιστής», τον οποίο και ο ίδιος αποδέχεστε. Ανεξαρτήτως του περιεχομένου που μπορεί να του βάζουν οι άλλοι, εσείς πώς προσδιορίζετε αυτόν τον χαρακτηρισμό; «Κοιτάξτε, δεν ξυπνάω το πρωί σκεπτόμενος με ποια σουρεαλιστική ή μετα-σουρεαλιστική πράξη θ' αρχίσω την ημέρα μου. Εκφράζομαι αυθόρμητα ως άνθρωπος και ως καλλιτέχνης και η ζωή μου δεν είναι ανεξάρτητη από τη δουλειά μου. Τη ζωή μου την κυβέρνησε και την κυβερνάει σε μεγάλο βαθμό η επιθυμία για δημιουργία και το όνειρο, γι' αυτό δεν κατάφερε ποτέ να γίνει κανονική. Αν αυτό θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει και σουρεαλιστική, το αφήνω σε άλλους να το κρίνουν...».
Σας ενδιαφέρει το πώς μπορεί να σας έχει στο μυαλό του ο αποδέκτης του έργου σας; Είτε πρόκειται για έναν κριτικό είτε για έναν οποιονδήποτε άλλο θεατή. «Δεν μ' ενδιαφέρει καθόλου, ιδιαίτερα ο κριτικός της ζωγραφικής. Οσον αφορά τη φωτογραφία, οι κριτικοί - κυρίως οι ξένοι - έχουν περισσότερη γνώση του αντικειμένου. Δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τους κριτικούς, γιατί δεν ξέρουν πώς γίνεται ένα έργο τέχνης, δεν γνωρίζουν τα μυστικά της δουλειάς. Προσπαθούν να ερμηνεύσουν το θέμα του έργου, την ιδέα του καλλιτέχνη, χωρίς να ξέρουν αν το έργο από τεχνικής απόψεως είναι σωστό. Ετσι, συχνά διαβάζουμε ύμνους για κακούς πίνακες, μόνο και μόνο επειδή το θέμα συγκίνησε τον κριτικό. Η μόνη άποψη που μ' ενδιαφέρει είναι των συναδέλφων μου. Οταν αυτοί μου πουν πως τους αρέσει η δουλειά μου, τότε κολακεύομαι και χαίρομαι πολύ. Πάντως, μια ελληνίδα κριτικός που εκτιμώ είναι η Αθηνά Σχινά».
Στο παρελθόν, ασχοληθήκατε επίσης με την ποίηση και τη γλυπτική. Τα τελευταία χρόνια, έχετε επικεντρωθεί ξανά στη ζωγραφική και στη φωτογραφία. Η ποίηση και η γλυπτική είναι δύο κύκλοι που έχουν κλείσει για εσάς ή υπάρχει πάντα ένας ανοιχτός λογαριασμός; «Ασχολούμαι κυρίως με τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Συχνά, κάνω και γλυπτική. Εχω πολλούς φίλους ποιητές, διαβάζω τα ποιήματά τους και πρέπει να σας πω ότι ζηλεύω, αλλά δεν έχω πια χρόνο για να κάνω περισσότερα πράγματα. Ας μείνει, λοιπόν, προς το παρόν, ανοιχτός ο λογαριασμός».
Ο Τζον Γουντ, στην εισαγωγή του για το έργο σας «Shades of Love», γράφει: «Αναμφίβολα, κανένας σύγχρονος φωτογράφος δεν είναι πιο "ποιητικός" με την ευρύτερη έννοια του όρου από ό,τι ο Δημήτρης Γέρος». Τι είναι για εσάς «ποίηση» και πόσο σας αφορά στο έργο σας; «Ο Τζον Γουντ υπερβάλλει! Γνωρίζω αρκετούς φωτογράφους που είναι πολύ καλύτεροι και ποιητικότεροι από εμένα. Ποιητικό θα αποκαλούσαμε το ωραίον, το ιδεώδες, το απλησίαστο. Είναι αυτό που ονειρευόμαστε, αλλά δεν μπορούμε να το ζήσουμε. Ποίηση θα μπορούσε να είναι, για να φέρω ένα παράδειγμα, δύο καλλίγραμμα γυμνά κορμιά που πετούν το βράδυ αγκαλιασμένα, αρχές Σεπτεμβρίου, πάνω από ένα δροσερό ποτάμι, ενώ τα λούζει με το φως της η Πανσέληνος, ρίχνοντας ταυτόχρονα τη σκιά των σωμάτων τους στη Γη, προκειμένου να καλυφθούν οι ατέλειες του κόσμου».
Τα τελευταία χρόνια δραστηριοποιείστε κατά βάση στο εξωτερικό και λιγότερο εδώ. Είναι δική σας επιλογή αυτό ή απλώς τυχαίνει έτσι; «Η πρώτη ατομική μου έκθεση εκτός Ελλάδας έγινε στη Χαϊδελβέργη, το 1977. Από τότε ακολούθησαν πολλές άλλες, ενώ παράλληλα εξέθετα και στην Ελλάδα. Oμως, τα τελευταία είκοσι χρόνια, οι υποχρεώσεις μου στο εξωτερικό είναι τόσο πολλές, που δεν προλαβαίνω να εκθέτω και εδώ. Υπάρχει πάντως η πρόθεση να παρουσιαστεί, η έκθεση με τις φωτογραφίες μου με τον Μάρκες και η αντίστοιχη έκδοση, τόσο η απλή όσο και η συλλεκτική, τον Μάιο στην DL Fine Arts Gallery».
Στη ζωγραφική σας υπάρχουν σύμβολα ή/και μοτίβα που επαναλαμβάνονται. Ποια ανάγκη οδηγεί σε αυτή την επανάληψη; «Τα περισσότερα από τα επαναλαμβανόμενα σύμβολα που λέτε είναι σύννεφα - που αρκετοί τα βλέπουν ως σταγόνες, γυρίνους, σπερματοζωάρια ή όπως αλλιώς θέλουν -, θάμνοι, ηφαίστεια, και πλαισιώνουν το θέμα του πίνακα, δεν είναι αυτά το κύριο θέμα. Μα, αν ζωγράφιζα τοπία με ρεαλιστικό τρόπο, δεν θα έβαζα σύννεφα και θάμνους; Oσον αφορά τα ηφαίστεια, αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιώ και για διακοσμητικούς λόγους, για να προσθέσω λίγο χρώμα σ' ένα σημείο του πίνακα που νομίζω πως το χρειάζεται».
Πιστεύετε ότι η τέχνη σας αφορά το ευρύ κοινό; «Θα προτιμούσα να αφορά το κοινό που γνωρίζει - και είναι ολιγάριθμο -, αλλά μου φαίνεται πως η δουλειά μου αρέσει ολοένα και σε περισσότερους από όσους θα έπρεπε κι αυτό καμιά φορά με τρομάζει. Δεν θα ήθελα να γίνω λαϊκός ζωγράφος».
Εχουν περάσει πενήντα χρόνια από το 1966 και την πρώτη σας έκθεση. Φανταζόσασταν τότε πώς θα εξελισσόταν το ταξίδι που μόλις ξεκινούσε; «Το είχα φανταστεί και νόμιζα πως θα είχε λιγότερες δυσκολίες. Πως θα ήταν πιο ευχάριστο. Αλλά δυστυχώς το ταξίδι είχε και ωκεανούς με πολλές φουρτούνες κι εγώ δεν ήμουν πάνω στο υπερωκεάνιο και δεν ξέρω κολύμπι. Oμως ποτέ δεν δίστασα και, φορώντας το σωσίβιό μου, έπεφτα στα βαθιά. Κι ακόμη το κάνω».
Είστε ένας αυτοδίδακτος δημιουργός. Με την απόσταση που δίνει ο χρόνος, θεωρείτε ότι αυτό σας βοήθησε τελικώς ή σας δυσκόλεψε; «Θα σας πω ανεπιφύλακτα πως με δυσκόλεψε. Αν είχα πάει τότε στη σχολή, θα είχα αποκτήσει επιπλέον τεχνικές που θα με διευκόλυναν να ζωγραφίζω περισσότερα πράγματα. Αλλά εγώ, στα 17 μου, όταν έκανα την πρώτη μου έκθεση, νόμιζα πως είχα τη θεία επιφοίτηση, ενώ ήμουν απλώς ψώνιο. Παρά ταύτα, είχα πάει κάποια στιγμή, προτού ακόμη ενηλικιωθώ, στον δήμαρχο της πόλης στην οποία γεννήθηκα και του είχα ζητήσει να με υποστηρίξει οικονομικά για να σπουδάσω. Δεν το έκανε, ίσως γιατί η πολυμελής οικογένειά μου δεν τον ψήφιζε ποτέ. Και καλά έκανε, γιατί ήταν ο δήμαρχος που κατέστρεψε την ωραιότερη πλατεία της πόλης και τις πηγές του ιστορικού ποταμού της».
Η πορεία σας μοιάζει με παραμύθι. Δράκους είχε αυτό το παραμύθι; «Πολλούς. Οι δράκοι, όπως ίσως θα ξέρετε, είναι βλάκες, κι εγώ είμαι πείσμων κι έχω την πεποίθηση πως είμαι ικανός πολεμιστής. Αλλά δυστυχώς αυτοί είναι αμέτρητοι. Υπήρξαν, όμως, και κάποιες νεράιδες που φώτιζαν αυτή την πορεία και έδιναν ελπίδες και κουράγιο. Αλλά έτσι είναι η ζωή των δημιουργών! Μια φορά, ο Ζαμπέτας μού είπε πως η ζωή τού έδωσε μια κουταλιά μέλι και ένα κιλό σκατά!».
Τα επόμενα πλάνα σας που μπορείτε να ανακοινώσετε ποια είναι; «Πέραν της έκθεσης των φωτογραφιών του Μάρκες τον Μάιο στην Αθήνα, τον Απρίλιο η ίδια έκθεση θα παρουσιαστεί στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Καρταχένα στην Κολομβία, στο πλαίσιο των εορτασμών που θα γίνουν στην πόλη, με αφορμή τη μεταφορά της στάχτης του Μάρκες εκεί, όπου ήταν το δεύτερο σπίτι του. Κατά τα άλλα, αυτές τις ημέρες τυπώνεται το βιβλίο "Another Narcissus" με φωτογραφίες μου για ένα ποίημα που έγραψε ο Εντουαρντ Αλμπι για μένα. Η έκδοση αυτή των 350 αντιτύπων δεν θα κυκλοφορήσει στο εμπόριο, προορίζεται μόνο για τους φίλους μας. Θα υπάρξει, όμως, και μία συλλεκτική έκδοση, με υπογεγραμμένο το ποίημα από τον Αλμπι και τις φωτογραφίες από εμένα, η οποία θα κυκλοφορήσει σε πενήντα μόνο αντίτυπα, εκτός Ελλάδας, τον Σεπτέμβριο. Τέλος, έχω να ετοιμάσω ένα βιβλίο για τη Λουίζ Μπουρζουά, με τις φωτογραφίες που έκανα στα δεκαπέντε χρόνια της φιλίας μου μαζί της».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 12 Μαρτίου 2016