Πλάτων Ριβέλης:
Η αλήθεια τού φωτογραφικού γυμνού
(D. Yeros, Θεωρία Γυμνού, Πλανόδιον)
Τα Νέα (Ένθετο Πρόσωπα, 1999)
Το γυμνό είναι ένα προσφιλές θέμα των ζωγράφων και ένα απαραίτητο μάθημα στις σπουδές των καλών τεχνών. Η φωτογραφία το κληρονόμησε από τη ζωγραφική και, παρόλο που δεν μπορεί να τής προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες, το χρησιμοποίησε με μεγάλη συχνότητα και με αντιστρόφως ανάλογη ποιότητα. Το φωτογραφημένο γυμνό μπορεί να μην παρουσιάζει ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες, αλλά, σε αντιστάθμισμα, θέτει σχεδόν ανυπέρβλητα εμπόδια θεματικού χειρισμού και περιεχομένου. Για να γίνει αυτό αντιληπτό, αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο ευκολότερα δέχεται να ποζάρει για έναν ζωγραφικό πίνακα παρά για μια φωτογραφία. Η δύναμη τής φωτογραφικής αληθοφάνειας, που τρομάζει ή αποτρέπει αυτόν που θα βρεθεί γυμνός μπροστά στον φακό, είναι αυτή ακριβώς που πρέπει να χρησιμοποιήσει ο φωτογράφος για να υπερβεί το ήδη φορτισμένο θέμα τού γυμνού. Η δύναμη τής παρουσίας τού φωτογραφημένου γυμνού υποσκελίζει τον φωτογράφο, ο οποίος, ακόμα και όταν αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να την αγνοήσει, την καλύπτει συχνά πίσω από προφανείς και πάντα αδύναμες υπεκφυγές. Γυμνά δήθεν πλαστικής αξίας με την ελπίδα ή το πρόσχημα να αναιρεθεί η γυμνή τους πρόκληση, γυμνά με σχηματική αφαίρεση όπου τα τμήματα των κορμιών γίνονται προσχήματα φωτοσκιάσεων, και γυμνά που χρησιμοποιούνται ως φορείς στρατευμένων μηνυμάτων.
Η ξαφνική απελεύθερωση (και μετέπειτα μόδα) τού ανδρικού γυμνού (θέματος ακόμα δυσκολότερου από το γυναικείο), που εκφράστηκε κυρίως μέσα από ομοφυλοφιλικά φωτογραφικά μανιφέστα, αντί να μας δώσει εικόνες αληθινές, βγαλμένες μέσα από ερωτισμό, βία και πιθανόν καταπίεση, μας έδωσε αντιθέτως καρτποσταλικές και σχηματοποιημένες εικόνες, όπου το μέγεθος των γεννητικών οργάνων προκαλούσε μεγαλύτερη θυμηδία από ερεθισμό ή τρόμο. Τα περισσότερα από αυτά τα γυμνά υπήρξαν από κάθε άποψη ανώδυνα και κατά συνέπειαν αδιάφορα. Οι γυμνοί άντρες δεν διέφεραν σχεδόν σε τίποτα από νεκρές φύσεις. Τα σώματά τους, συνήθως ταυτόσημα με τα πρότυπα τής μόδας και τής διαφήμισης, «κοσμούσαν» δίκην ανθοδοχείων βάθρα και φόντα στο πλαίσιο μιας αισθητικά καθησυχαστικής ωραιοποίησης. Η διακοσμητική τους διάσταση υπερείχε κατά πολύ τής δήθεν ανατρεπτικής γύμνιας τους.
Ο γνωστός ζωγράφος Δημήτρης Γέρος αποφάσισε εδώ και μερικά χρόνια να δοκιμάσει τις ικανότητές του και στη φωτογραφία. Και καταπιάστηκε με ένα από τα δυσκολότερα θέματα, το αντρικό γυμνό, δίνοντάς μας ένα φωτογραφικό λεύκωμα με τον τίτλο "Θεωρία γυμνού". Ο τίτλος αυτός σε συνδυασμό με τον τρόπο αντιμετώπισης των γυμνών σωμάτων δείχνει ότι ο Δημήτρης Γέρος επιχειρεί συνειδητά μια μετάβαση από την κλασική αντιμετώπιση τής ζωγραφικής προς μια μεταμοντέρνα φωτογραφική αισθητική τής περασμένης δεκαετίας. Η άψογη τεχνική του όμως δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τις αδυναμίες του σε σχέση με το περιεχόμενο, πολλές από τις οποίες σχετίζονται με όσες αναφέρονται πιο πάνω. Είναι πιθανόν η ολιγόχρονη τριβή τού γνωστού ζωγράφου με τη λειτουργία τού φωτογραφικού μέσου, σε συνδυασμό με ενδεχόμενες αναστολές του μπροστά σε μιαν απόλυτα ειλικρινή αντιμετώπιση τού γυμνού, να είναι υπεύθυνες για αυτές τις εικόνες των ανδρικών «κλισέ», που πολύ συχνά μας θυμίζουν μασκαρεμένο ή «ντυμένο» γυμνό, και που, χωρίς να αγγίζουν την μοναξιά και την βία των γυμνών μελών και των γυμνών βλεμμάτων, δεν φτάνουν καν στην προκλητική έστω γελοιοποίησή τους, αν υποθέσουμε ότι υπήρχε τέτοια πρόθεση.
Για τούς παραπάνω λόγους ήταν μεγάλη η χαρά και η έκπληξή μου όταν ήρθε στα χέρια μου το δεύτερο φωτογραφικό λεύκωμα τού Δημήτρη Γέρου («Περιόρασις»), με μια τελείως διαφορετική φωτογραφική προσέγγιση (η συμβολή τής Νατάσας Μαρκίδου που ανέλαβε το editing πρέπει να ήταν καθοριστική). Σημειωτέον ότι η έκδοση επιχορηγήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι γεγονός πως υπάρχουν αντιφάσεις και ανισότητες μέσα σ'αυτό το βιβλίο, τόσο σε επίπεδο θεμάτων όσο και χειρισμού τής φωτογραφικής γλώσσας. Αλλά διαφαίνεται πρώτον μια πιο ουσιαστική αναζήτηση τού ίδιου τού φωτογραφικού μέσου, και παράλληλα, κάτι ακόμα πιο σημαντικό, μια ειλικρίνεια, ένας αυθορμητισμός και μια έλλειψη επιτήδευσης που ταιριάζουν απόλυτα στην ίδια τη φύση τής φωτογραφίας. Μερικές εικόνες είναι αλήθεια πως μοιάζουν φωτογραφικά άγουρες, σαν αθώα βήματα σε έναν καινούργιο κόσμο, χωρίς γι αυτό να είναι κακές, αλλά και χωρίς να κερδίζουν τον θαυμασμό ή να γεννούν τη συγκίνηση. Άλλες όμως, και αυτές πρέπει μάλλον να χρεωθούν στην ώριμη καλλιτεχνική ηλικία τού δημιουργού, είναι πιο σύνθετες και ουσιαστικές. Κάτι μάλιστα ενδιαφέρον είναι ότι μερικά από τα λίγα πορτραίτα που περιλαμβάνονται αποπνέουν πολύ μεγαλύτερο αισθησιασμό και καταδεικνύουν πολύ γνησιότερο φωτογραφικό αισθητισμό από τα παλαιότερα γυμνά, και, το κυριότερο, με έναν ιδιαιτέρως υπαινικτικό τρόπο.
Η σχέση τού Δημήτρη Γέρου με τη ζωγραφική μάλλον θα παραμείνει πρωταρχική και προνομιακή. Εν τούτοις με χαρά βλέπω ότι η δύναμη τής φωτογραφικής αμεσότητας, σε συνδυασμό με την ευκολία τής φωτογραφικής τεχνικής, προσελκύουν όλο και περισσότερους δημιουργούς, που προέρχονται από διαφορετική περιοχή καλλιτεχνικού ενδιαφέροντος. Οι καλλιτέχνες αυτοί χρησιμοποιούν τη φωτογραφία πότε σαν στοιχείο εμπλουτισμού τού καλλιτεχνικού τους προβληματισμού, πότε σαν μέσον απεγκλωβισμού τους από δημιουργικά αδιέξοδα, και πότε σαν αναζωογονητικό παιχνίδι στην αυστηρή πορεία τής δικής τους τέχνης. Η δύναμη τής φωτογραφίας είναι ότι μπορεί να επιτρέπει και αυτήν ακόμα τη χρήση της, αρκεί όσοι την χρησιμοποιούν έτσι να σέβονται την ιδιομορφία της. Ο Δημήτρης Γέρος το έκανε. Το μέλλον θα δείξει αν η φωτογραφία τον έχει κερδίσει με έναν πιο μόνιμο τρόπο.