Σάββας Χριστοδουλίδης
Εικαστικός καλλιτέχνης, Κύπρος 17-11-2014
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΕΝΟΣ ΝΗΝΕΜΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Για να μη σκέφτομαι όλη αυτή την ανηθικότητα και την ηλιθιότητα
όπως και την τόση φρίκη, καταφεύγω όλο και περισσότερο […] στο ιερό αυτό τέμενος όπου δύο θεές στέκονται χέρι χέρι: η αληθινή ποίηση και η αληθινή ζωγραφική
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο .
Στέκομαι στην πρώτη και ανυποχώρητη εντύπωση που τα έργα του Δημήτρη Γέρου προκαλούν: την εντύπωση του αμετάκλητου, του ανυποχώρητου, του αδιάλλακτου. Κάθε όν ή πράγμα υπερασπίζεται και γεύεται ασάλευτο τη θέση του. Προσφέρεται παράτολμα σε θέαση από τη μια, ενώ από την άλλη κοινωνεί - παραδομένο σε ατάραχη σιγή - μιαν ακατάλυτη αυτονομία. Στην αρχή της καθ’ολοκληρίαν παράθεσης ακουμπά ο καλλιτέχνης κάθε αφηγηματικό εγχείρημα του. Στα έργα, τα πράγματα προσφέρονται μες’στην ολότητα τους: αληθινά, ακέραια και κραυγαλέα ήπια. Μοιάζουν να γεύονται το πλήρες θεαθήναι. Ανάγονται κατά συνέπεια σε αδιάλλακτα και κραταιά εμβλήματα. Λοφίσκοι, πεταλούδες , σύννεφα-σπερματοζωάρια, κηλίδες και πλοία - μεταξύ άλλων - συνεργούν στην πραγμάτωση αυτού που ο Αντρέ Μπρετόν όριζε ως « θείο τέχνασμα » : μέσο απαραίτητο ή και μεθόδευση για ερμηνευτική διάνοιξη του νόμου του αινίγματος. Η αφήγηση του Γέρου, όπως προανέφερα, είναι αδιάλλακτα παραθετική. Μπορούμε να μιλήσουμε για ζωγραφική που μοιάζει με αινιγματική αφήγηση. Αλλιώς, για ένα εγχείρημα αφήγησης που ιστορεί πτυχώσεις του αινίγματος στη γλώσσα της ζωγραφικής. Το αμφίδρομο αυτό σχηματικό ιδίωμα φιλοξενεί αρχές και ιδεώδη. Απεκδύεται εντούτοις λογικές απολήξεις.
Τα περισσότερα έργα συνιστούν, θα έλεγε κανείς, ιστορίες κατατρεγμού. Ένας άντρας πορεύεται με δρασκελιές γενναίες. Με ένα πόδι γεύεται τη γη και τη σκιά του σώματος που γράφεται στο πέρασμα του. Με ένα χέρι, αιχμηρά ανοίγει δρόμο και ορίζει το φευγιό του. Μοιάζει με άντρα προσκολλημένο σε ποδόμυλο. Ο ήρωας ορμητικά ανακυκλώνει την περπατησιά του. Υπόθεση ψυχοανάληψης; Να γεύεται κανείς τον χώρο και τον χρόνο του με το μυαλό και τις ορμές του εν εγρηγόρσει; Ο ήρωας - Ερμής, πρωτάγγελος και ίσως θρέμμα φτερωτό - ανάγει την εντοπιότητα του σε καθεστώς ψυχογενούς ανάλωσης. Κάτι ανάμεσα στο μάταιο που σημαδεύει το ανθρώπινο και μια αέναη ακατανίκητη ορμή που λούζει κάθε τι θεόκλητο τον ταλανίζουν. Γράφει τη παρουσία του σε αχανείς τόπους ονείρου ή σε δωμάτια ξεγυμνωμένα και κλειστά που κοινωνούν παρόλα αυτά τον έξω κόσμο. Καμία υποψία εγκλεισμού δεν σημειώνεται. Το μέσα διαρρέει και χαρίζεται στον έξω. Και μια συνθήκη εναρμόνισης ανάμεσα σε επουράνιες αξίες και επίγειες αρχές θεσπίζεται και εγγυάται συνεπώς την πολυπόθητη – στον καλλιτέχνη – συμπαντική ολότητα. Κάτι κυριεύει τις εικόνες που τις καθιστά παραχωρητικές ενώ ταυτόχρονα η μίανση μιας συστολής τις καταπνίγει. Οικείες και απόκοσμες συνάμα, άλλοτε πάλλονται και άλλοτε - ατάραχες και άκαμπτες - παγιώνουν. Στη βάση ενός δυαδικού και αντιφατικού ποιείν ορίζεται λοιπόν ο τόπος της αναγκαιότητας του Γέρου. Απλώνεται το βλέμμα και χαίρεται τις νηνεμείς περιοχές της εγκαρτέρησης. Εκτείνεται μέχρι το όριο, το ύστατο σημείο παρεμπόδισης, μια γραμμική περίφραξη συχνά μη αισθητή. Ο Ραίνερ Μαρία Ρίλκε στο Περί του τοπίου δοκίμιο προτρέπει να γίνονται οι τόποι αντιληπτοί εξ αποστάσεως, « ως κάτι μακρινό και ξένο, ως κάτι απόμερο και άστοργο ». Αυτή η αποξένωση, κατά τη γνώμη του, είναι που εγγυάται τη γνώση του τοπίου και που το καθιστά « λυτρωτικό όσο το πεπρωμένο μας » . Αλλά και ο Μπρετόν εξαίρει την καταληπτική ισχύ του βλέμματος και το ευφραντικό συναίσθημα που αυτό συχνά εκλύει. Γράφει: « … δεν αγαπώ τίποτα περισσότερο όσο αυτό που ανοίγεται μπροστά μου ως εκεί που χάνεται το μάτι. Χαίρομαι μέσα σε ένα πλαίσιο μορφών, τοπίων ή θαλασσών, ένα υπέρμετρο νόημα » .
Διάνθισμα μορφικών εκλεπτύνσεων και σιτεμένων στοχασμών συνιστούν τα έργα του Δημήτρη Γέρου. Νοσταλγός και συνάμα πλάστης ενός κόσμου μεταφυσικού, ανάγει τη σύμμειξη επιλεγμένων ετερόκλιτων στοιχείων σε καθεστώς εικονικής αφήγησης. Εξιστορεί μανιέρες και τεχνάσματα. Εξιστορεί τους τρόπους που συχνά μηχανευόμαστε για να μπορέσουμε να διανοίξουμε τη συμπαγή και άθραυστη ιδέα του αινίγματος. « Πως μάθαμε το όνομα του ήλιου ; » διερωτόταν ο Μπρετόν . Πως έμαθε ο Γέρος το άλλο όνομα της πεταλούδας και την λέει ουρανόπεμπτη;