Κυριακάτικη Δημοκρατία,
Σάββατο 14-3-2020, κριτική της Αθηνάς Σχινά
Δημήτρης Γέρος: Τα αναπάντεχα και οι παραδοξότητες τέχνης και ζωής
Παρά τους φόβους που έχει ενσπείρει η πιθανή και απευκταία βέβαια εξάπλωση του κοροναϊού, ο οποίος είναι η αιτία της αναβολής πολλών προγραμματισμένων πολιτισμικών εκδηλώσεων, μολαταύτα αρκετές είναι εκείνες οι εικαστικές εκθέσεις που ερήμην των συγκυριών πραγματοποιούνται αυτόν τον καιρό, έστω και χωρίς εγκαίνια. Από την άλλη πλευρά, ουδέν κακόν αμιγές καλού ασφαλώς, γιατί το δυσάρεστο αυτό γεγονός της αποφυγής συγκεντρώσεων, δίνει την δυνατότητα να περιοριστούν κάπως οι «κοινωνικότητες» και τα lifestyles, που έχουν αλλοιώσει κι αλλοτριώσει (με τα «πολλά τους μαλάματα», καθώς θα έλεγε και ο ποιητής) το πρόσωπο της τέχνης.
Αν ο κόσμος αποφεύγει να τρέχει στα θεάματα, οι ανθρωπότυποι ωστόσο του Δημήτρη Γέρου – που αυτόν τον καιρό εκθέτει ζωγραφικά του έργα με ακουαρέλες στην Αθηναϊκή Γκαλερί ΔΛ του Δημ. Λυμπερόπουλου – εξακολουθούν στις εικαστικές του συνθέσεις να τρέχουν. Και τρέχουν, δραπετεύοντας από τις καθημερινότητες που έχουν δημιουργήσει και παράλληλα αποφεύγουν, από τους εφιάλτες τους επίσης που τους κυνηγούν, αλλά και από τους διάφορους ρόλους που έχουν επιλέξει και υποδύονται για τον εαυτό τους.
Τις φιγούρες αυτές του Δημήτρη Γέρου, τις αστικά ντυμένες ή γυμνές, που στις πλάτες τους καμιά φορά φυτρώνουν φτερά ή έχουν καρφιτσώσει τις αγωνίες τους, τις βλέπουμε να δρασκελίζουν όνειρα και μονοπάτια καταφυγής, πόθους και παθήματα, χρόνους και λαχτάρες, μνήμες ανεξιλέωτες και τόπους αχαρτογράφητους, πότε ως ρυθμιστές των καταστάσεων κι εξουσιαστές, άλλοτε πάλι ως ρυθμιζόμενοι από κοινωνικές ανάγκες και συστήματα, που εμφανώς ή αδιαφανώς, εκείνα τους εξουσιάζουν. Διωκόμενοι και καταδιώκοντες οι ανθρωπότυποι αυτοί (του γνωστού υπερρεαλιστή ζωγράφου και διεθνώς καταξιωμένου φωτογράφου) είναι πλασμένοι σαν σκεπτομορφές. Αναχωρούν και πάντοτε επιστρέφουν, για να φύγουν ξανά από την φύση που καταστρέφουν κι από εκείνη που διεκδικούν καταστρατηγώντας την ή από την ζωή που έχουν επιλέξει να βιώσουν και ταυτοχρόνως παραβιάζουν τα όριά της. Και τα παραβιάζουν, προκειμένου να σωθούν αφενός από τα αναπάντεχά της, αφετέρου από τις δεσμεύσεις και τις κηδεμονίες της, από τις συνήθειες επίσης στις οποίες έχουν μιθριδατιστεί, αλλά και από τις συμφύσεις που έχουν προκαλέσει σε σχέση με τα παρελθόντα τους, αλλά κι εκείνες που σιωπηλά έχουν υφάνει, μαζί με τις εσωτερικές τους Ερινύες.
Παλαιότερα, είχα διατυπώσει την άποψη, πως ο Δημήτρης Γέρος είχε καταργήσει συνειδητά στην ζωγραφική του την διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενα, σε αφηγητή και ήρωα θα λέγαμε, αν επρόκειτο για πεζογράφημα ή πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη παρουσίαση καταστάσεων, αν επρόκειτο για θεατρική παράσταση. Την καθαίρεση αυτή των αποστάσεων, που μεταφέρει ο κάθε ανθρωπότυπός του, την παριστάνει ο Δημ. Γέρος στο εικαστικό του προσκήνιο ως σχισματική ταυτότητα μιας τραγικής και ανέστιας ταυτοχρόνως persona, που βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς μετανάστευσης. Η σκεπτομορφή αυτή υποστασιώνει μια φιγούρα που εμφανίζεται ως απορροή του αστικού περιβάλλοντος των μεγαλουπόλεων. Γεννιέται από αυτό το περιβάλλον, εκτρέφεται αλλά κι αποδιώχνεται ως απόβλητο παράγωγο της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής, της υψηλής τεχνολογίας και παράλληλα μιας ύποπτης συναλλαγής, που τον πωλεί και τον αγοράζει ανά πάσα στιγμή, γιατί ευδαιμονικά και μεθοδικά τον έχει προ πολλού ευνουχίσει, αφαιρώντας του τις άμυνες και γεμίζοντάς τον παραλλήλως ενοχές.
Στο κείμενο που συνοδεύει την έκθεση αυτή, ο θεωρητικός της τέχνης Dominique Nahas, που δραστηριοποιείται στη Νέα Υόρκη, επιχειρώντας μια ανάγνωση στα έργα του Δημ. Γέρου που εμφανώς θαυμάζει, εκτός όσων σημαντικών στοιχείων εντοπίζει, προσπαθεί να συνδυάσει και να αναδείξει γόνιμες αντιθετικότητες που αυτά περιλαμβάνουν, πέφτοντας εντέλει σε αντιφάσεις ακόμη και σε λανθασμένες διαπιστώσεις. Αναφέρει συγκεκριμένα, πως «αυτή η εικονογραφία, με την διαμεσολάβηση του τυχαίου (!) και της ονειροπόλησης, είναι μια δύναμη ποιητική και συνάμα συμφιλιωτική». Δεν θα παρέπεμπα ποτέ σε τόσο άστοχη παρατήρηση, αν αυτή δεν μου έδινε την αφορμή να τονίσω πως στην δουλειά του Δημήτρη Γέρου, τόσο την ζωγραφική, όσο και την φωτογραφική, ισχύει ακριβώς το αντίθετο! Όλα μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, είναι τόσο υπολογισμένα και μελετημένα, έτσι ώστε τίποτε να μην είναι τυχαίο.
Άλλο πράγμα είναι να φαίνεται και να παρουσιάζεται κάτι ως αυθόρμητο και τυχαίο κι εντελώς άλλη κατάσταση είναι να ρυθμίζει με τέτοιον τρόπο ο καλλιτέχνης την σύνθεση και το ύφος, την δομή και το σχέδιο, το φως και τον χώρο, τα υλικά και τα χρώματά του, έτσι ώστε να φαίνονται ως απροσχεδίαστα, προκειμένου να αποφύγει την εγκεφαλικότητα. Άλλωστε το τυχαίο και η ονειροπόληση, δεν μπορούν να μετατραπούν σε δύναμη (!) ποιητική και συνάμα συμφιλιωτική (!). Αντιθέτως, όταν οι υπαινικτικές παραδοξότητες που ο εικονισμός του συγκεκριμένου ζωγράφου εμφανίζει στα ζωγραφικά του έργα, μπορούν αντισταθμιστικά να εναρμονίζονται και οριακά να ισορροπούν τις αντιθέσεις τους ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα, στην συνείδηση επίσης και στο υποσυνείδητο, τότε η παραστατικότητα υπονομεύοντας την εκλογίκευση και καθιστάμενη δίσημη ανάμεσα στις αλήθειες και στις ουτοπίες της, μπορεί ενδογενώς να διαμορφώνει μια ποιητική δυναμική.
Αυτού του είδους η μορφική δυναμική που προανέφερα, μαζί με το ύφος, τις χροιές και την ατμόσφαιρα που στο κάθε έργο καλλιεργείται, εξαρτάται από τους τρόπους που ο καλλιτέχνης θα στοιχειοθετήσει τον συνειρμικό εικονισμό του, έτσι ώστε να παραχθεί ποίηση. Μια ποίηση, που να λειτουργεί πολυδιάστατα κι αινιγματικά, ανάμεσα στην τραγικότητα και στην ειρωνεία, στους γρίφους της ζωής και στην γοητεία του εφήμερου, στην οδύνη της απώλειας και στην έκπληξη του άγνωστου που με ελπίδα κάθε φορά προσδοκάται, ακυρώνοντας προς στιγμήν τους εφιάλτες της ματαιότητας, καθώς η υπαρξιακή αγωνία είναι εκείνη που βρίσκει εντέλει το σωτήριο μονοπάτι για την υπερβατικότητα. Και μάλιστα, στην προκειμένη περίπτωση του Δημήτρη Γέρου, ο υπερεαλισμός είναι το εκφραστικό εκείνο ιδίωμα που συνειδητά ο δημιουργός αυτός το έχει επιλέξει, όχι για τις παραδοξότητες του υποσυνειδήτου στις οποίες δίνει διέξοδο, ούτε για την διασάλευση της δεσμευτικής κι «ανελεύθερης» εκλογίκευσης αιτίου κι αιτιατού, αλλά γιατί με την ελλειπτικότητα του «λόγου» της εικόνας του και με τους υπαινιγμούς της, ο Δημήτρης Γέρος διαμορφώνει μια νέα κάθε φορά μυθοπλοκή. Μέσα από αυτήν, ο θύτης γίνεται θύμα, ο αναχωρητής γίνεται πολιορκημένος και ο φυλακισμένος ελευθερώνεται από κάθε Προπατορική αγκύλωση, ανοίγοντας δρόμους σπαρμένους ωστόσο με την πικρία του τιμήματος της γνώσης, για το κέρδος μιας πορείας που οδηγεί προς άλλες συνειδησιακές κατακτήσεις.
Αθηνά Σχινά
Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ)