Ό Δημήτρης Γέρος γεννήθηκε στη Λεβαδιά, κάτω από τη σκιά του Παρνασσού, και το δράμα των ανεμπόδιστων οπτικών εκτάσεων της παιδικής του ζωής τον καταδιώκει σαν ένας ένας ευεργετικός γυφτοδάσκαλος με βιτσιές, ξόρκια προπηλακισμούς και προτροπές - ο μόνος άλλωστε δάσκαλος πού θα είχε, ο ζωγράφος, στη ζωή του. Οδυνηρά αυτοδίδακτος, όπως όλοι οι σωστοί Έλληνες, δίνεται ολόσωμος στο κάλεσμα των Παρνασσίδων τροφών του.
Τα όνειρα των μακρινών αποστάσεων, με τους ανοιχτούς ορίζοντες, με τα υποσκάζοντα βουνά, ύπόφωσκα, πλαισιώνουν τώρα μιαν ανελέητη επίκληση ενός συμβόλου, πού διαρκώς επανέρχεται θεματικά, χωρίς να επαναλαμβάνεται ωστόσο ποτέ: το μήλο. Αυτή η σφαίρα της φυτικής ύλης, ό καρπός εκείνος πού ή μυθολογία του κάθε τόπου και της κάθε εποχής τον συνέδεσε πάντα με το άπιστο, το κακό, το αμαρτωλό, το αποτρεπτικό: (αρκεί να θυμηθούμε το μήλο της Εύας, το μήλο της έριδος, τα τρία μήλα της Αταλάντης, το μήλο του δράκοντα Σούγκ· κάτω από μια μηλιά ήταν τεντωμένο το Χρυσόμαλλο Δέρας, από την Κόκκινη Μηλιά μας ήρθαν οί Τούρκοι). Αλλά το μήλο έχει κάτι και το τροφικό, το χοϊκό, το μεσσιανικό, το σκεύος της εκλογής: το χρυσόμηλο της Κασσιανής, το ξύλο της Γνώσης, το κάρπισμα της Σοφίας.
Ναι, το μήλο· τέλεια σφαίρα, άλλοτε περιέχον, άλλοτε περιεχόμενο. Το μήλο πού χωράει μέσα του μια πόλη, το μήλο πού μια πόλη δεν το χωράει. Το απειλητικό μήλο πού ρίχνει τη δυσοίωνη σκιά του πάνω στο τοπίο, το μήλο πού έγκιβωτίζει τη φύση. Το μήλο, τέλεια σφαίρα, αλλά παρουσιασμένο με μια ανησυχητική, σκοτεινή οπή : κατοικία - ραγάδα του ακοίμητου σκουληκιού πού θα μας φάει όλους, ή τάχα τρήμα για μια εκτίναξη εκβλάστησης, λίκνο του βίου; Πάντως, το μήλο. Ή βιόσφαιρα. Ή έκτροφόσφαιρα. Ή πυροβολόσφαιρα. Ή πλανητόσφαιρα. Ή άθλητόσφαιρα. Άλλα ας σταματήσουμε. Ή ερμηνεία του συμβόλου ανήκει αποκλειστικά στον θεατή. Ό καλλιτέχνης προσφέρει μόνο το ερέθισμα. Τα αλλά είναι λόγια, αγνοήστε τα.
Όμως, ευτυχώς, λόγια δεν είναι μήτε τούτα τα ευρηματικά απαλύματα των χρωματισμών, μήτε οί τόσο ολοκάθαρες επιφάνειες, μήτε ή σίγουρη εγγραφή του αντικείμενου μέσα σε έναν σιγουρεμένο και ασφαλιστικό περίγυρο. Εδώ, έχουμε να κάνουμε με το πράγμα. Αυτό Άλλωστε είναι πού δίνει την χαρούμενη, σχεδόν εκκωφαντική μέσα στη σιωπή της, ευθυμία μιας φαντασίας ταυτόχρονα τόσο παιγνιώδους και τόσο σοβαρεμένης. Και αυτό δείχνει την εκρηκτική χαρά μιας ατελεύτητης, χορευτικής σχεδόν, και όμως αυτοχαλιναγωγημένης δημιουργικότητας. Elan vital, όπως το είπε ό Μπέρξον. "Ας μη λησμονούμε όμως και την ετυμολογία τούτης της πολύπαθης λέξης: Δημιουργία είναι το συνθετικό παράγωγο των δύο λέξεων, Δήμος και Έργον. Όσοι, στα χρόνια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, δεν πήγαιναν να καλλιεργήσουν το χωραφάκι τους, να βοσκήσουν τα αρνιά τους, να φτιάξουν μενιδιάτικα ξυλοκάρβουνα ή λιοπεσίτικο κρασί, μα καθόταν και σπαταλούσαν τις ώρες τους μαστορεύοντας την πέτρα σε γλυπτό, ανακατώνοντας τα χρώματα σε τοιχογραφίες, σκαλίζοντας γράμματα στο κερί ή στη δορά των εριφίων και φτιάχνοντάς τα σωκρατικούς διαλόγους, αυτοί δούλευαν για το Δήμο, για το Λαό, φτιάχνοντας ένα έργο για όλους. Έστω κι' αν αυτοί οι «όλοι» δεν κάναν τίποτα άλλο παρά να τους εμποδίζουν σε τούτη την ανιδιοτέλεια τους.
Αυτή την επαφή με τη ρίζα της προέλευσης της λέξης «Δημιουργία», την ξυπνάει το ατένισμα ενός έργου του Δημήτρη Γέρου. Και τώρα, προειδοποιημένε επισκέπτη, ψάξε και συ να βρεις, μέσα από το σύμβολο, πέρα από το σύμβολο, πίσω του, έξω ή εντός του, μασώντας το ή και αποπτύοντάς το τρεφόμενος ή δηλητηριαζόμενος από αυτό, ψάξε να βρεις τον τρόπο να πραγματοποιήσεις μόνο σου τούτη την αναγωγή. Μπορείς!
Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ